Ο όρος χρησιμοποιείται για το κανταΐφι και σημαίνει ότι το απλώνω για να πάρει όγκο και να αφρατέψει.
ξακρίδια κρέατος
trimmingsparures
Τα κομματάκια κρέατος που μένουν από το ξεκοκάλισμα ή την επεξεργασία του νωπού κρέατος κατά τον τεμάχισμό. Τα κομματάκια αυτά του κρέατος χρησιμοποιούνται για την παρασκευή κιμά καθώς και στην αλλαντοποιία.
ξανθοφύλλες-Ε161
xanthophyllsxanthophylles
Φυσικές χρωστικές ύλες της μάζας και της επιφάνειας των τροφίμων κίτρινου χρώματος.
ξαφρίζω
scum, skimécumer
Απομακρύνω τον αφρό που σχηματίζεται κατά το βράσιμο κάποιας τροφής.
ξεκοκκάλισμα-αποστέωση
boningdésossement
Η αφαίρεση του κόκκαλου απο ένα κομμάτι κρέατος.
ξεσποριάζω
shellécosser
Απαλλάσσω τα όσπρια από τους λοβούς.
ξεφλουδίζω
peeléplucher
Αφαιρώ τη φλούδα από φρούτα ή λαχανικά.
ξηροσταφιδίτης
dried grape's winevin de raisins secs
Κρασί το οποίο παράγεται από σταφίδα.
ξινόγαλα
cultured buttermilkbabeurre fermenté
To γάλα που παραμένει μετά την αποβουτύρωση του ξινού γάλακτος. Χρησιμοποιείται όπως και το βουτυρόγαλα. Η οξύτητά του ρυθμίζεται ώστε να κυμαίνεται από 0,7% μέχρι 0,9%. Ξυνόγαλα χαρακτηρίζεται και το προϊόν της ζυμώσεως βουτυρογάλακτος ή άπαχου γάλακτος με τους μύκητες με λατινική ονομασία Streptococcus cremoris, Streptococcus lactis και Leuconostoc citrovorum.
ξινολάπαθο
sorreloseille
Το φυτό με λατινική ονομασία Rumex acetosa. Τρώγεται ως λαχανικό.